-
1 προς-ίσχω
προς-ίσχω, = προςέχω, häufig bei Her., der beide Formen braucht, Etwas wogegen halten, τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ δάπεδον, 4, 200; bes. in der scheinbar intr. Bdtg von Seefahrenden, hinanfahren, anlanden, 3, 136. 4, 76. 157. 6, 99; Eur. sagt vollssändig Μαλέᾳ προςίσχων πρώραν, Or. 362; τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις, Thuc. 4, 30. – Med. sich woran halten, woran haften, ὥςπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προςίσχεται, Ar. Plut. 1096; Theophr.
См. также в других словарях:
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek